Ως Πρόλογος
Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο “Σχόλια στον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 129. 1 – 16“, η ύπαρξη των ανώτερών μας γενών είναι τριπλή : νοητική, λογική και φανταστική, και στην νοητική αναλογεί το Χρυσό Γένος. Πράγματι, οι Έλληνες θεολόγοι λένε ότι ο χρυσός έχει αποδοθεί στον πρωταρχικό από τους Κόσμους, τον «εμπύριο και νοητικό». Το Αργυρό Γένος αναλογεί στη λογική ύπαρξη, αφού ο άργυρος αναλογεί στον ενδιάμεσο και αιθέριο Κόσμο. Το δε Χάλκινο Γένος, τέλος, αναλογεί στην άλογη και φανταστική ύπαρξη, διότι και η φανταστική εντύπωση είναι νους που μορφοποιεί, όχι όμως καθαρός, όπως ακριβώς και ο χαλκός που δίνει την εντύπωση πως έχει το χρώμα του χρυσού, περιέχει όμως άφθονο το γήινο στοιχείο, παρόμοιο και συγγενικό προς τα στερεά και αισθητά. Εξ ου και αναλογεί προς τον «πολύχαλκο ουρανό» και τον «χάλκινο»», πού είναι ο αισθητός Κόσμος, το σώμα του για την ακρίβεια, του οποίου και ο άμεσος δημιουργός παραδίδεται ότι τον χαλκεύει, είναι δηλ. ο Ήφαιστος. Τούτα λοιπόν είναι τα τρία γένη των δαιμόνων, στα οποία αναλογούν το χρυσό, το αργυρό και το χάλκινο γένος. Το τέταρτο τώρα γένος, το ηρωικό, σε σχέση με αυτά που υπάρχουν στα τρια προαναφερθέντα γένη, από άλλα είναι υποδεέστερο και από άλλα ανώτερο. Στ’ αλήθεια, το ηρωικό γένος εφάπτεται της πράξεως, και αν ακόμα έχει εκπέσει απο την πρόνοια των κατωτέρων και την ανέπαφη ζωή, έχει χαρακτήρα μεγαλουργό και δείχνει τη μεγαλοπρέπεια της αρετής της. Το πέμπτο, το ανθρώπινο γένος με τα πολλά πάθη, που παριστάνεται με το “πολυκάματο” και μαύρο σίδερο λόγω της υλικής και της σκοτεινιάς της ζωής, εκδηλώνει τις πράξεις του ελλειμματικές, διευθαρμένες και άλογες.
Ποιο αναλυτικά ο Πρόκλος, στο “ Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, βιβλίο Β’ [συνέχεια], 74.26 – 77.19“, μας λέγει ότι ο θεολόγος Ορφέας διδάσκει ότι υπάρχουν τρία γένη ανθρώπων. Πρωταρχικότερο όλων το Χρυσό, το οποίο, λέει, το δημιούργησε ο Φάνης. Δεύτερο το Αργυρό, του οποίου ηγήθηκε ο μέγιστος Κρόνος. Τρίτο το Τιτανικό, για το οποίο λέει ότι το δημιούργησε ο Δίας από τα μέλη των Τιτάνων.
Ο Ορφέας εν ολίγοις λέει ότι μέσα στους τρείς τούτους όρους περιέχεται κάθε είδος της ανθρώπινης ζωής. Ή δηλαδή είναι νοητικό και θεϊκό, εγκαθιδρυμένο ακριβώς στο κορυφαίο των όντων, ή στρέφεται προς τον εαυτό του και νοεί τον εαυτό του και αρέσκεται στην τέτοιου είδους ζωή, ή στρέφει το βλέμμα του προς τα χειρότερα και θέλει να ζει μαζί με εκείνα, τα οποία δεν διαθέτουν λογική, με τα άλογα όντα. Καθώς λοιπόν η ανθρώπινη ζωή έχει τρία είδη, το πρωταρχικότερο όλων προέρχεται από τον Φάνη, ο οποίος συναρτά προς τα νοητά κάθε νοητικό υποκείμενο, άλλωστε αυτό που βρίσκεται πριν από τα νοητά είναι θεός, και τα πρώτα νοητά είναι θεοί και ενάδες, και επειδή το νοητό έχει ουσία, και οι πρώτοι νόες είναι ουσίες, και επειδή ο νους παντού από τη φύση του είναι νοητικός, οι πρώτες ψυχές είναι νοητικές.
Το δεύτερο είδος προέρχεται από τον Κρόνο τον πρώτο, τον παλαιό, όπως λέει ο μύθος, τον «αγκυλομήτη», δηλ. «αυτόν με τις στρεψίβουλες σκέψεις», αυτός ο οποίος κάνει τα πάντα να στρέφονται προς τον εαυτό τους, ενώ το τρίτο από τον Δία, ο οποίος διδάσκει την πρόνοια για τα δεύτερα και την οργάνωση των κατώτερων Κόσμων : αυτό πράγματι άλλωστε είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του δημιουργού. Ο Ησίοδος από πλευράς του δεν δημιουργεί τρία μόνο γένη, αλλά πρώτο το χρυσό, έπειτα το αργυρό, στη συνέχεια το χάλκινο, μετά κάποιο ηρωικό γένος κι ύστερα το σιδερένιο, προχωρώντας τον χωρισμό σε πιο πολλά είδη ζωής. Το χρυσό λοιπόν δηλώνει και για τον Ησίοδο κάποια μορφή νοητικής ζωής, άυλης και αγνής, σύμβολο της οποίας είναι το χρυσάφι που δεν σκουριάζει. Για τον λόγο αυτό μετακινεί το γένος αυτό στη σειρά των δαιμόνων, η οποία προνοεί, φρουρεί και απομακρύνει τα κακά από το γένος των ανθρώπων, μετά τον κύκλο της γένεσης. Ευρισκόμενο μάλιστα αυτό το γένος στην περιοχή της γένεσης ανατρέφεται, λέει, και τελειοποιείται από τους πατέρες για εκατό χρόνια.
Γράφει ένα μύθο που συνδέεται με τις Μούσες και δείχνει ότι σύμφωνα με τον κατ’ ενέργεια νου από τους πατέρες, και χωρισμένο από την ανθρώπινη πολυπραγμοσύνη ζει μια ζωή αποκαταστατική. Και όπως και στον Πλάτωνα έτσι και στον Ησίοδο δηλώνει τον κύκλο της ταυτότητας [=κύκλος του Ταύτου - ουράνιος ισημερινός] και της ομοιότητας και του νοητικού είδους ζωής.
Το επόμενο από αυτό το γένος, το αργυρό, προχωρεί από την σύμφωνα με τον νου ενέργεια στην μεικτή από νου και Λόγο ενέργεια. Αναγνωριστικό του σύμβολο είναι ο άργυρος, που διαθέτει, αφενός, ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του τη λαμπρότητα της σύμφωνης με τον Λόγο ζωής και τη φωτεινότητα όπως και το ότι μερικές φορές προσβάλλεται από τη σκουριά και τη σήψη, αλλά που, αφετέρου, έχει και κάτι πέρα από τα παραπάνω, το ότι όταν το βάλεις μαζί με το χρυσάφι παίρνει τη λάμψη του χωρίς να εκδηλώνει καμίαν αντίθεση προς αυτό. Έτσι είναι άλλωστε και ο Λόγος της ψυχής, μολονότι μερικές φορές πληρούται από την ύλη και από την υλική ακαθαρσία. Αλλά επίσης καταυγάζεται και φωτίζεται από τον νου, και, αφού φωτιστεί, εκδηλώνει μια μόνο και κοινή με αυτόν ενέργεια, «θεώμενος τα όντα» «με την νόηση συνοδευόμενη από τον Λόγο», όπως λέγει ο Πλάτωνας στον «Τίμαιο, 28.a» και στον «Φαίδρο, 247.e» αντίστοιχα. Το χάλκινο γένος, εξάλλου, το τρίτο, σταθεροποιεί το οικείο του είδους ζωής ακριβώς στη σύμφωνη με τον Λόγο ενέργεια και μόνο, την οποία δηλώνει συμβολικά ο χαλκός, κατά τον ποιητή, ο οποίος λέγει ότι εκείνοι που τοποθετήθηκαν στο γένος τούτο από τον Δία πραγματοποιούν όλες τις τεχνικές τους δραστηριότητες και όλες τις πολεμικές τους ενέργειες χρησιμοποιώντας τον χαλκό.
Ένας λόγος λοιπόν άυλος, που υπάρχει ως καθαρό φώς και είναι απαλλαγμένος από τη σκοτεινή ύλη, που έχει μάλιστα και ο ίδιος κάποια ομοιότητα με τον Νου λόγω της επιστροφής προς τον εαυτό του, όπως έχει κάνει και ο χαλκός με το χρυσάφι, προσδιορίζοντας τη ζωή τούτων. Και επειδή ο χαλκός είναι αυτός που κατεξοχήν παράγει ήχο και μιμείται τον ζωτικό συριγμό της ψυχής, είναι αυτός που ταιριάζει στο ενδιάμεσο είδος της ζωής, το σύμφωνο με τον Λόγο.
Το γένος των ημιθέων, που είναι το τέταρτο στην σειρά, στρέφει τον Λόγο συνολικά προς την κατ’ ενέργεια [πρακτική] ζωή, ενώ λαμβάνει επίσης λόγω του πάθους, και κάποια άλογη κίνηση και ορμή κατά τις πράξεις, επιδιδόμενο έτσι σε αυτές με περισσότερη προθυμία. Για αυτό επομένως και ο ποιητής δεν παραχώρησε στο γένος τούτο κάποιο ιδιαίτερο μέταλλο με τη σκέψη ότι έχει τους χαρακτήρες του πριν και του μετά από αυτό γένους, όντας πραγματικά γένος ημιθέων, διότι με τον Λόγο, στον οποίο έλαχε θεϊκή ουσία, συνέμειξε την θνητή ζωή του πάθους.
Τη μεγαλοπρέπεια και την επιτυχία που έχει το γένος τούτο στα έργα του την προσφέρει ο Λόγος, ενώ την ενεργητική η παθητική δράση μέσω της ταύτισης ή της αντίθεσης των αισθημάτων του την προσδίδει το πάθος στη συνύφανση του με τον Λόγο. Το σιδερένιο γένος, το πέμπτο στην σειρά, είναι πραγματικά τελευταίο και χθόνιο, γεμάτο πάθη καθώς είναι παραπλήσιο με το σίδερο : ανθεκτικό, σκληρό και γεώδες, μαύρο και σκοτεινό. Τέτοια είναι άλλωστε και η φύση των παθών, ανεπίδεκτη νουθεσίας και αλύγιστη από τον Λόγο, και επίσης βαριά και αμέτοχη τρόπο τινά στον Λόγο, ο οποίος είναι φώς. Πραγματικά, εικόνα όλων τούτων είναι το σίδερο, με το οποίο ο ποιητής απεικόνισε το 5ο γένος. Δικαιολογημένα λοιπόν αυτό είναι το τελευταίο και λιγότερο τιμώμενο, μέσα στα πάθη καθώς κυλιέται, με τον κίνδυνο να εκπέσει στην εντελώς θηριώδη και δίχως λογικό ζωή, έχοντας πάνω του αμυδρό και θαμπό το φως του Λόγου, όμοια και το σίδερο έχει μιαν αμυδρή ομοιότητα στην απόχρωση του με τον άργυρο, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος του είναι μαύρο. Και το παθητικό στοιχείο άλλωστε έχει μια δύναμη φαντασίας η οποία τείνει να μιμηθεί τον Νου και τον Λόγο, αλλά δεν μπορεί επειδή εκδηλώνει την ενέργεια της μαζί με την ύλη.
Κυρίως Θέμα
Αλλά ας δούμε λεπτομερώς τι λέει ο Ησίοδος …..
……………..Πρώτο έπλασαν το χρυσό γένος των μερόπων ανθρώπων οι αθάνατοι που κατοικούνε στου Ολύμπου δώματα. Αυτοί (οι άνθρωποι) υπήρχαν τον καιρό του Κρόνου, όταν βασίλευε στον ουρανό. Ζούσαν σαν θεοί, μη έχοντας καμία έγνοια στο μυαλό τους και μακριά και έξω από κόπους και βάσανα. Ούτε υπήρχαν τα γερατειά που εμείς τα τρέμουμε, και έχοντας πάντα νεανικά τα χέρια και τα πόδια τέρπονταν με συμπόσια, μακριά από κάθε κακό. Και πέθαιναν σαν να τους έπαιρνε ο ύπνος. Και είχαν όλα τα καλά. Η ζωοδότρα γη ανάδινε μονάχη της πολύ και άφθονο καρπό. Και εκείνοι ευχαριστημένοι, ζούσαν ξεκούραστοι από τα κτήματα τους ανάμεσα σε πολλά καλά, [πλούσιοι σε πρόβατα και φίλοι των μάκαρων θεών]. Λοιπόν, από τον καιρό που σκέπασε πια η γαία αυτό το γένος, τούτοι έγινα με την θέληση του μεγάλου Διός Δαίμονες, εσθλοί, επιχθόνιοι, φύλακες των θνητών ανθρώπων [και τούτοι παρακολουθούν τις δίκες και τα εγκλήματα, αεροντυμένοι περιέρχονται επί Αίαν], και χαρίζουνε πλούτη. Αυτό το βασιλικό προνόμιο πήρανε.
Ύστερα πάλι δεύτερο γένος, πολύ κατώτερο, ασημένιο έπλασαν αυτοί που κατοικούν στου Ολύμπου τα δώματα, που δεν ήταν όμοιο με το χρυσό ούτε στου κορμιού ούτε στου νου τη δύναμη. Παρά εκατό έτη μεγάλωνε το παιδί, παίζοντας στον οίκο του δίπλα στην στοργική μητέρα του, όλως διόλου νήπιο. Μα όταν ερχόταν ο καιρός να γίνουν παλληκάρια και έπαιρναν τα σημάδια της ήβης, πολύ λίγο καιρό ζούσαν, αφού τραβούσαν βάσανα από την αμυαλιά τους. Γιατί δεν μπορούσαν να κρατούν μακριά ο ένας από τον άλλον την ανόσια αλαζονεία, και δεν ήθελαν να λατρεύουν τους αθανάτους, ούτε να θυσιάζουν επάνω στους ιερούς βωμούς των μακάρων, σύμφωνα με τα έθιμα που έχουν οι άνθρωποι ο καθένας στον τόπο του. Ύστερα από αυτά ο Κρονίδης Ζεύς θύμωσε και τους έκρυψε, αφού πρόσφεραν τιμές στους μακαρισμένους θεούς που κατοικούν στον Όλυμπο. Όταν και τούτο το γένος κατά γαίαν καλύφτηκε, αυτοί καλούνται υποχθόνιοι μάκαρες θνητοί, και έρχονται σε κατώτερη τάξη, μα τους ακολουθεί και τούτος κάποια τιμή.
Και ο Ζευς ο πατήρ ένα άλλο τρίτο γένος έπλασε μερόπων ανθρώπων, χάλκινο, που δεν έμοιαζε καθόλου με το ασημένιο, εκ μελίας, σκληρό και δυνατό. Τούτοι καταγίνονται στα πολυστέχνατα έργα του Άρεως και σε πράξεις βίας. Ούτε έτρωγαν καθόλου σιτάρι, παρά είχαν αδάμαντος είχαν κρατερόφρονα θυμό, και έπνεαν τρόμο. Μεγάλη ήταν η δύναμη τους, και τα ανίκητα χέρια τους ξεφύτρωναν από τους ώμους επάνω στα στιβαρά κορμιά τους. Τα όπλα τους ήσαν χάλκινα και χάλκινοι οι οίκοι τους, και με τον χαλκό εργαζόταν, γιατί δεν υπήρχε μαύρος σίδηρος. Και τούτοι αφανισμένοι ο ένας από το χέρι του άλλου μπήκαν στο μουχλιασμένο δόμα του κρυερού Άδη, χωρίς να αφήσουν όνομα. Αν και ήσαν τρομεροί, τους πείρε ο θάνατος κι έχασαν το λαμπρό φώς του ήλιου.
Αφού λοιπόν και τούτο το γένος κατά γαία κάλυψε, πάλι και τέταρτο έπλασε ο Κρονίδης Ζευς επί της πολυτρόφου χθόνας, πιο δίκαιο και αντρειωμένο, το θείο γένος των Ηρώων που ονομάζονται ημίθεοι, η πρωτύτερη από τη δική μας γενιά επάνω στην απέραντη γαία. Και τούτους όμως πόλεμος κακός και τρομερή σύγκρουση, άλλους στην εφτάπυλη Θήβα, της Καδμείας γαίας, αφάνισε, που μάχονταν για τα κοπάδια του Οιδίποδα, και άλλους και μέσα στα καράβια απάνω από την άπατη θάλασσα, αφού τους έφερε στην Τροία για την Ελένη την ομορφομαλλούσα. Άλλους εκεί, αλήθεια, ο θάνατος τους σκέπασε και πέθαναν, και άλλους ο Κρονίδης Ζευς, αφού ξέχωρα από τους ανθρώπους τους ώρισε να ζουν και να κατοικούν, τους τοποθέτησε στα πέρατα της γαίας, μακριά από τους αθανάτους, και ο Κρόνος είναι βασιλιάς τους, γιατί τον έλυσε από τα δεσμά ο πατέρας των ανθρώπων και των θεών. Και τούτοι μεν κατοικούν έχοντες ξέγνοιαστη καρδιά στα Νησιά των Μακάρων κοντά στον βαθυδίνη Ωκεανό, όλβιοι ήρωες που η πολύκαρπη αρούρα [γη] τους χαρίζει γλυκό καρπό που ωριμάζει τρείς φορές το χρόνο. Και στους άλλους που βρίσκονται στον κάτω Κόσμο χάρισε τιμή και κύδος. Ούτε άλλο γένος έκαμε τόσο ονομαστό ο ευρύοπας Ζευς ανάμεσα στους ανθρώπους που γεννήθηκαν επί της πολυτρόφας χθόνας.
Αχ! Να μην έσωνα κι εγώ, ύστερα από αυτούς, να βρίσκομαι με τους ανθρώπους του πέμπτου γένους, παρά ή να πέθαινα πρωτύτερα ή να ζούσα κατόπιν. Γιατί τώρα πια υπάρχει το πέμπτο γένος, το σιδερένιο. Ποτέ δεν θα πάψουν την ημέρα να τραβάνε κόπους και βάσανα και τη νύχτα να μαραζώνουν για κάτι τι, γιατί βαριές έγνοιες θα τους δίνουν οι θεοί. Μα όπως και να είναι, με τα κακά αυτά θα αναμιχθούν και καλά. Ο Ζευς θα αφανίσει και τούτο το γένος των ανθρώπων τότε που θα μοιάζει των παιδιών του ούτε και τα παιδιά (του πατέρα), ούτε ο αδελφός στον αδελφό, καθώς πρωτύτερα. Και τους γονείς, μόλις γεράσουν, θα τους καταφρονούν. Θα τους βρίζουν τότε λέγοντάς τους βαριά λόγια, οι κακοί, χωρίς να λογαριάζουν την τιμωρία των θεών. Ούτε και θα αποδίδουν αυτοί στους γερασμένους γονείς τους τα όσα ξόδεψαν για να τους μεγαλώσουν. [θα βάζουν το δίκιο στην δύναμή τους. Κι ο ένας του άλλου θα λεηλατεί την πόλη]. Ούτε καμία τιμή θα έχει όποιος κρατεί τον όρκο του, ούτε ο δίκαιος ούτε ο καλός, και μάλλον θα τιμούν τον άνθρωπο που κάνει εγκλήματα και αυθαιρεσίες. Το δίκαιο θα είναι στο δύναμη και σεβασμός δεν θα υπάρχει. Και θα ζημιώνει ο αχρείος τον ευγενικό άνθρωπο λέγοντας του λόγια απατηλά που θα παίρνει όρκο για αυτά. Και ο φθόνος ο πικρόγλωσσος ο χαιρέκακος, θα παρακολουθεί όλους τους άθλιους ανθρώπους με μάτια γεμάτα μίσος. Και τότε πια από την πλατύδρομη χθόνα η Αιδώς και η Νέμεσις, αφού σκεπάσουν το ωραίο τους πρόσωπο με τα λευκά πέπλα τους, θα ανέβουν στον Όλυμπο, κοντά στους αθανάτους, παρατώντας τους ανθρώπους. Και θα μείνουν στους θνητούς οι βαριές θλίψεις. Και το κακό δεν θα έχει γιατρειά. …..
………Χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος μερόπων ἀνθρώπων ἀθάνατοι ποίησαν Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες. οἳ μὲν ἐπὶ Κρόνου ἦσαν, ὅτ᾽ οὐρανῷ ἐμβασίλευεν· ὥστε θεοὶ δ᾽ ἔζωον ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες νόσφιν ἄτερ τε πόνων καὶ ὀιζύος, οὐδέ τι δειλὸν γῆρας ἐπῆν, αἰεὶ δὲ πόδας καὶ χεῖρας ὁμοῖοι τέρποντ᾽ ἐν θαλίῃσι, κακῶν ἔκτοσθεν ἁπάντων· θνῇσκον δ᾽ ὥσθ᾽ ὕπνῳ δεδμημένοι· ἐσθλὰ δὲ πάντα τοῖσιν ἔην· καρπὸν δ᾽ ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα αὐτομάτη πολλόν τε καὶ ἄφθονον· οἳ δ᾽ ἐθελημοὶ ἥσυχοι ἔργ᾽ ἐνέμοντο σὺν ἐσθλοῖσιν πολέεσσιν. αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε, τοὶ μὲν δαίμονες ἁγνοὶ ἐπιχθόνιοι τελέθουσιν ἐσθλοί, ἀλεξίκακοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων, [οἵ ῥα φυλάσσουσίν τε δίκας καὶ σχέτλια ἔργα ἠέρα ἑσσάμενοι πάντη φοιτῶντες ἐπ᾽ αἶαν,] πλουτοδόται· καὶ τοῦτο γέρας βασιλήιον ἔσχον.
Δεύτερον αὖτε γένος πολὺ χειρότερον μετόπισθεν ἀργύρεον ποίησαν Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες, χρυσέῳ οὔτε φυὴν ἐναλίγκιον οὔτε νόημα· ἀλλ᾽ ἑκατὸν μὲν παῖς ἔτεα παρὰ μητέρι κεδνῇ ἐτρέφετ᾽ ἀτάλλων, μέγα νήπιος, ᾧ ἐνὶ οἴκῳ· ἀλλ᾽ ὅτ᾽ ἄρ᾽ ἡβήσαι τε καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο, παυρίδιον ζώεσκον ἐπὶ χρόνον, ἄλγε᾽ ἔχοντες ἀφραδίῃς· ὕβριν γὰρ ἀτάσθαλον οὐκ ἐδύναντο ἀλλήλων ἀπέχειν, οὐδ᾽ ἀθανάτους θεραπεύειν ἤθελον οὐδ᾽ ἔρδειν μακάρων ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς, ᾗ θέμις ἀνθρώποις κατὰ ἤθεα. τοὺς μὲν ἔπειτα Ζεὺς Κρονίδης ἔκρυψε χολούμενος, οὕνεκα τιμὰς οὐκ ἔδιδον μακάρεσσι θεοῖς οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν. αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε, τοὶ μὲν ὑποχθόνιοι μάκαρες θνητοὶ καλέονται, δεύτεροι, ἀλλ᾽ ἔμπης τιμὴ καὶ τοῖσιν ὀπηδεῖ.
Ζεὺς δὲ πατὴρ τρίτον ἄλλο γένος μερόπων ἀνθρώπων χάλκειον ποίησ᾽, οὐκ ἀργυρέῳ οὐδὲν ὁμοῖον, ἐκ μελιᾶν, δεινόν τε καὶ ὄβριμον· οἷσιν Ἄρηος ἔργ᾽ ἔμελε στονόεντα καὶ ὕβριες, οὐδέ τι σῖτον ἤσθιον, ἀλλ᾽ ἀδάμαντος ἔχον κρατερόφρονα θυμόν. [ἄπλαστοι· μεγάλη δὲ βίη καὶ χεῖρες ἄαπτοι ἐξ ὤμων ἐπέφυκον ἐπὶ στιβαροῖσι μέλεσσι.] τῶν δ᾽ ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε οἶκοι, χαλκῷ δ᾽ εἰργάζοντο· μέλας δ᾽ οὐκ ἔσκε σίδηρος. καὶ τοὶ μὲν χείρεσσιν ὑπὸ σφετέρῃσι δαμέντες βῆσαν ἐς εὐρώεντα δόμον κρυεροῦ Ἀίδαο, νώνυμνοι· θάνατος δὲ καὶ ἐκπάγλους περ ἐόντας εἷλε μέλας, λαμπρὸν δ᾽ ἔλιπον φάος ἠελίοιο.
Αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψεν, αὖτις ἔτ᾽ ἄλλο τέταρτον ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ Ζεὺς Κρονίδης ποίησε, δικαιότερον καὶ ἄρειον, ἀνδρῶν ἡρώων θεῖον γένος, οἳ καλέονται ἡμίθεοι, προτέρη γενεὴ κατ᾽ ἀπείρονα γαῖαν. καὶ τοὺς μὲν πόλεμός τε κακὸς καὶ φύλοπις αἰνὴ τοὺς μὲν ὑφ᾽ ἑπταπύλῳ Θήβῃ, Καδμηίδι γαίῃ, ὤλεσε μαρναμένους μήλων ἕνεκ᾽ Οἰδιπόδαο, τοὺς δὲ καὶ ἐν νήεσσιν ὑπὲρ μέγα λαῖτμα θαλάσσης ἐς Τροίην ἀγαγὼν Ἑλένης ἕνεκ᾽ ἠυκόμοιο. [ἔνθ᾽ ἦ τοι τοὺς μὲν θανάτου τέλος ἀμφεκάλυψε] τοῖς δὲ δίχ᾽ ἀνθρώπων βίοτον καὶ ἤθε᾽ ὀπάσσας Ζεὺς Κρονίδης κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης. καὶ τοὶ μὲν ναίουσιν ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες ἐν μακάρων νήσοισι παρ᾽ Ὠκεανὸν βαθυδίνην, ὄλβιοι ἥρωες, τοῖσιν μελιηδέα καρπὸν τρὶς ἔτεος θάλλοντα φέρει ζείδωρος ἄρουρα.
Μηκέτ᾽ ἔπειτ᾽ ὤφελλον ἐγὼ πέμπτοισι μετεῖναι ἀνδράσιν, ἀλλ᾽ ἢ πρόσθε θανεῖν ἢ ἔπειτα γενέσθαι. νῦν γὰρ δὴ γένος ἐστὶ σιδήρεον· οὐδέ ποτ᾽ ἦμαρ παύσονται καμάτου καὶ ὀιζύος οὐδέ τι νύκτωρ φθειρόμενοι· χαλεπὰς δὲ θεοὶ δώσουσι μερίμνας. ἀλλ᾽ ἔμπης καὶ τοῖσι μεμείξεται ἐσθλὰ κακοῖσιν. Ζεὺς δ᾽ ὀλέσει καὶ τοῦτο γένος μερόπων ἀνθρώπων, εὖτ᾽ ἂν γεινόμενοι πολιοκρόταφοι τελέθωσιν. οὐδὲ πατὴρ παίδεσσιν ὁμοίιος οὐδέ τι παῖδες οὐδὲ ξεῖνος ξεινοδόκῳ καὶ ἑταῖρος ἑταίρῳ, οὐδὲ κασίγνητος φίλος ἔσσεται, ὡς τὸ πάρος περ. αἶψα δὲ γηράσκοντας ἀτιμήσουσι τοκῆας· μέμψονται δ᾽ ἄρα τοὺς χαλεποῖς βάζοντες ἔπεσσι, σχέτλιοι, οὐδὲ θεῶν ὄπιν εἰδότες· οὐδέ κεν οἵ γε γηράντεσσι τοκεῦσιν ἀπὸ θρεπτήρια δοῖεν· [χειροδίκαι· ἕτερος δ᾽ ἑτέρου πόλιν ἐξαλαπάξει·] οὐδέ τις εὐόρκου χάρις ἔσσεται οὐδὲ δικαίου οὐδ᾽ ἀγαθοῦ, μᾶλλον δὲ κακῶν ῥεκτῆρα καὶ ὕβριν ἀνέρα τιμήσουσι· δίκη δ᾽ ἐν χερσί· καὶ αἰδὼς οὐκ ἔσται, βλάψει δ᾽ ὁ κακὸς τὸν ἀρείονα φῶτα μύθοισι σκολιοῖς ἐνέπων, ἐπὶ δ᾽ ὅρκον ὀμεῖται. ζῆλος δ᾽ ἀνθρώποισιν ὀιζυροῖσιν ἅπασι δυσκέλαδος κακόχαρτος ὁμαρτήσει στυγερώπης. καὶ τότε δὴ πρὸς Ὄλυμπον ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης λευκοῖσιν φάρεσσι καλυψαμένω χρόα καλὸν ἀθανάτων μετὰ φῦλον ἴτον προλιπόντ᾽ ἀνθρώπους Αἰδὼς καὶ Νέμεσις· τὰ δὲ λείψεται ἄλγεα λυγρὰ θνητοῖς ἀνθρώποισι· κακοῦ δ᾽ οὐκ ἔσσεται ἀλκή. ……………….
Αλλά ας δούμε τι σημαίνουν όλα αυτά, πάντα με γνώμονα την Ελληνική γραμματεία και συγκεκριμένα το Πρόκλειο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες» :
Η φράση, λοιπόν, «πρώτα το χρυσό γένος – Χρύσεον μὲν πρώτιστα» [σ. 109 - 110], που είναι σχετική με τις ανθρώπινες πολιτείες, περιέχει μια ένδειξη των μεταβολών που συμβαίνουν στις ανθρώπινες ζωές από την αρετή στην κακία και από την κακία στην αρετή, και ότι σε όλους δεν υπάρχει μια ζωή αλλά η ζωή έχει ποικιλία. Και το ότι λέει ότι άλλοτε υπάρχει καλύτερο γένος και άλλοτε χειρότερο, ενώ υπάρχουν πάντα τα καλύτερα και τα χειρότερα (γιατί δεν είναι δυνατόν να χαθούν ούτε τα κακά ούτε και φυσικά τα καλά), δεν πρέπει να μας κάνει να απορούμε καθόλου. Γιατί βλέπει αυτές τις μεταβολές σαν να κοιτάζει σε έναν τόπο. Και σύμφωνα με την ποιητική άδεια, δεν αποκλείεται καθόλου να υπάρχει αλλού το σιδερένιο γένος και αλλού το χρυσό γένος. Το ότι, όμως, χρησιμοποιεί αμετάβλητα πράγματα, όπως τον χρυσό, τον άργυρο και τον σίδηρο, για να υποδείξει τις ζωές, ούτε και αυτό είναι περίεργο. Γιατί η μεταφορά και η αναπαράσταση μέσω εικόνων είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό για την ποίηση.
Το «αυτοί ήταν τον καιρό του Κρόνου - οἳ μὲν ἐπὶ Κρόνου ἦσαν» [σ. 111] το λέει γιατί οι άνθρωποι που άνηκαν στον χρυσό γένος είχαν ζωή καθαρή, άυλη και απαθή. Και αυτή δηλώνει ο χρυσός, όπως ακριβώς κατέστησε φανερό ο Πλάτων στον «Κρατύλο, 397.e.2 – 398.c.4»
…………….ΣΩ. : Αλήθεια, Ερμογένη. Τι να σημαίνει άραγε το όνομα «δαίμονες» ;; Πρόσεξε αν σου φανώ ότι λέω κάτι σπουδαίο.
ΕΡΜ. : Λέγε.
ΣΩ. : Γνωρίζεις ποιοι, κατά τον Ησίοδο, είναι οι δαίμονες ;;
ΕΡΜ. : Δεν γνωρίζω.
ΣΩ. : Δεν γνωρίζεις ούτε για το χρυσό γένος των ανθρώπων, που λέει ότι υπήρξε πρώτο ;;
ΕΡΜ. : Αυτό το ξέρω.
ΣΩ. : Λέει λοιπόν για αυτό «Μόλις το γένος τούτο χωρίστηκε σε μέρη οι δαίμονες αγνοί και υποχθόνιοι ονομάζονται, εσθλοί, αλεξίκακοι, φύλακες των ανθρώπων».
ΕΡΜ. : Δηλαδή, τι εννοείς;;
ΣΩ. : Νομίζω πως, λέγοντας χρυσό γένος, δεν εννοεί φτιαγμένο από χρυσάφι, αλλά αγαθό και καλό. Απόδειξη θεωρώ το γεγονός ότι για μας λέει πως είμαστε το σιδερένιο γένος.
ΕΡΜ. : Έχεις δίκιο.
ΣΩ. : Πιστεύεις λοιππον ότι, και αν κάποιος από τους συγχρόνους μας είναι αγαθός, θα μπορούσε να πει πως ανήκει στο χρυσό γένος ;;
ΕΡΜ. : Βέβαια.
ΣΩ. : Οι αγαθοί όμως είναι φρόνιμοι ή τίποτα άλλο ;;
ΕΡΜ. : Φρόνιμοι.
ΣΩ. : Κατά την γνώμη μου, αυτό περισσότερο από οτιδήποτε άλλο χαρακτηρίζει τους δαίμονες. Επειδή ήτανφρόνιμοι και «δαήμονες» (σοφοί) τους ονόμασαν «δαίμονες». Και στην αρχαία γλώσσα μας το όνομα αυτό αντιστοιχεί στο ίδιο. Σωστά λοιπόν και αυτός και άλλοι ποιητές λένε ότι, να πεθάνει κάποιος αγαθός, μεγάλη τύχη και τιμές αποκτάει και γίνεται δαίμονας, σύμφωνα με την ονομασία της φρόνησης. Έτσι και εγώ λοιπόν αντιλαμβάνομαι τον «δαήμονα», δηλαδή κάθε άνθρωπο, θεϊκό όσο ζει και αφού πεθάνει, και νομίζω ότι σωστά ονομάζεται «δαίμων». ……………..
……………..{ΣΩ.} Καὶ ὡς ἀληθῶς, ὦ Ἑρμόγενες, τί ἄν ποτε νοοῖ τὸ ὄνομα οἱ “δαίμονες”; σκέψαι ἄν τί σοι δόξω εἰπεῖν.
{ΕΡΜ.} Λέγε μόνον.
{ΣΩ.} Οἶσθα οὖν τίνας φησὶν Ἡσίοδος εἶναι τοὺς δαίμονας;
{ΕΡΜ.} Οὐκ ἐννοῶ.
{ΣΩ.} Οὐδὲ ὅτι χρυσοῦν γένος τὸ πρῶτόν φησιν γενέσθαι τῶν ἀνθρώπων;
{ΕΡΜ.} Οἶδα τοῦτό γε.
{ΣΩ.} Λέγει τοίνυν περὶ αὐτοῦ- Αὐτὰρ ἐπειδὴ τοῦτο γένος κατὰ μοῖρ᾽ ἐκάλυψεν, οἱ μὲν δαίμονες ἁγνοὶ ὑποχθόνιοι καλέονται, ἐσθλοί, ἀλεξίκακοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων.
{ΕΡΜ.} Τί οὖν δή;
{ΣΩ.} Ὅτι οἶμαι ἐγὼ λέγειν αὐτὸν τὸ χρυσοῦν γένος οὐκ ἐκ χρυσοῦ πεφυκὸς ἀλλ᾽ ἀγαθόν τε καὶ καλόν. τεκμήριον δέ μοί ἐστιν ὅτι καὶ ἡμᾶς φησιν σιδηροῦν εἶναι γένος.
{ΕΡΜ.} Ἀληθῆ λέγεις.
{ΣΩ.} Οὐκοῦν καὶ τῶν νῦν οἴει ἂν φάναι αὐτὸν εἴ τις ἀγαθός ἐστιν ἐκείνου τοῦ χρυσοῦ γένους εἶναι;
{ΕΡΜ.} Εἰκός γε.
{ΣΩ.} Οἱ δ᾽ ἀγαθοὶ ἄλλο τι ἢ φρόνιμοι;
{ΕΡΜ.} Φρόνιμοι.
{ΣΩ.} Τοῦτο τοίνυν παντὸς μᾶλλον λέγει, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, τοὺς δαίμονας· ὅτι φρόνιμοι καὶ <δαήμονεσ> ἦσαν, “δαίμονας” αὐτοὺς ὠνόμασεν· καὶ ἔν γε τῇ ἀρχαίᾳ τῇ ἡμετέρᾳ φωνῇ αὐτὸ συμβαίνει τὸ ὄνομα. λέγει οὖν καλῶς καὶ οὗτος καὶ ἄλλοι ποιηταὶ πολλοὶ ὅσοι λέγουσιν ὡς, ἐπειδάν τις ἀγαθὸς ὢν τελευτήσῃ, μεγάλην μοῖραν καὶ τιμὴν ἔχει καὶ γίγνεται δαίμων κατὰ τὴν τῆς φρονήσεως ἐπωνυμίαν. ταύτῃ οὖν τίθεμαι καὶ ἐγὼ [τὸν δαήμονα] πάντ᾽ ἄνδρα ὃς ἂν ἀγαθὸς ᾖ, δαιμόνιον εἶναι καὶ ζῶντα καὶ τελευτήσαντα, καὶ ὀρθῶς “δαίμονα” καλεῖσθαι. ………..
Πως όμως αυτοί ζούσαν τον Καιρό του Κρόνου, θα το καταλάβουμε αν σκεφτούμε ότι ο Κρόνος είναι χορηγός της νοητικής ζωής, καθώς είναι “κόρος” του νοός ή μάλλον “κορός” νους και καθαρός. Γιατί το “κορός” σημαίνει καθαρός. Όλοι, λοιπόν, όσοι ζουν νοητικά έχουν Κρόνια πολιτεία, και για αυτό λέγεται ότι ο βασιλιάς τους είναι ο Κρόνος, όπως ακριβώς ο Δίας είναι βασιλιάς όσων ζουν πολιτικά με βάση την άριστη πολιτεία η οποία θεωρεί τα πάντα κοινά – κατά πως λέγει ο Πλάτωνας στους «Νόμους, 739.b». Δέν πρέπει, λοιπόν, να πιστέψουμε ότι μεταβάλλεται η βασιλεία των θεών, αλλά ότι οι ψυχές μεταβάλλουν την ζωή τους και κάνουν άλλο θεό βασιλιά τους. Ο μύθος, όμως, μεταφέρει τη μεταβολή από εμάς στους βασιλιάδες.
Το «και σαν θεοί ζούσαν - ὥστε θεοὶ δ᾽ ἔζωον» [σ. 112] δικαιολογημένα το λέει ο Ησίοδος, μιας και όσοι ήταν καθαροί από κάθε πάθος έμοιαζαν με τον άφθαρτο και καθαρό χρυσό : λέγεται ότι είναι ομοιότατοι με τους θεούς. γιατί κατά πρώτον οι θεοί είναι απαθείς, ενώ οι ψυχές πετυχαίνουν αυτή την ευδαιμονία μιμούμενες τους θεούς.
Το ότι «ούτε καθόλου έρχονταν τα φοβερά γεράματα για αυτούς – οὐδέ τι δειλὸν γῆρας ἐπῆν» [σ. 113-115] είναι Κρόνιο χαρακτηριστικό. Γιατί και ο Ορφέας έλεγε ότι ο Κρόνος έχει πάντα μαύρες τις τρίχες της γενειάδας του. Και ο Πλάτωνας στον «Πολιτικό, 270.d – e» λέει ότι όσοι ζουν στην περίοδο του Κρόνου αποβάλουν το γήρας και γίνονται πάντα νεότεροι. Υποδεικνύει, μάλιστα, ότι όλοι όσοι ζουν σύμφωνα με τον νου και για τον λόγο αυτό έχουν Κρόνια ζωή, οδεύουν πάντα προς μεγαλύτερη ακμαιότητα, αφήνοντας τη φθορά που συνυπάρχει με την γένεσιν. Γιατί το γήρας υπάρχει μέσα στην γένεση, ενώ έξω από τη γένεση βρίσκεται η διαρκής νεότητα και ακμή, καθώς δεν έχει θέσειτο αφύσικο.
Το «και πέθαιναν σαν να τους έπαιρνε ο ύπνος - θνῇσκον δ᾽ ὥσθ᾽ ὕπνῳ δεδμημένοι» [σ. 116-117] που αναφέρει είναι επακόλουθο όλων όσων ζουν χωρίς αρρώστιες, το να πραγματοποιείται δηλαδή ο χωρισμός από τα σώματα χωρίς βιαιότητα και πόνο, και το να είναι η απελευθέρωση από το σώμα σαν το βγάλσιμο του χιτώνα. Για αυτό και είπε ότι έμοιαζε με ύπνο, επειδή συνέβαινε με ευκολία και φυσικότητα, χωρίς βιαιότητα.
Όταν μας λέγει πως «από τον καιρό που σκέπασε πια η γαία αυτό το γένος, τούτοι έγινα με την θέληση του μεγάλου Διός Δαίμονες, εσθλοί, επιχθόνιοι, φύλακες των θνητών ανθρώπων - αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε, τοὶ μὲν δαίμονες ἁγνοὶ ἐπιχθόνιοι τελέθουσιν ἐσθλοί, ἀλεξίκακοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων», δεν κάνει τίποτε άλλο από το αναφέρεται στην ζωή όσων ανήκουν στο χρυσό γένος. Λέει ποιος είναι ο κλήρος και η θέση τους μετά θάνατον. Γιατί υπάρχουν τρία πράγματα : η ζωή, ο θάνατος και ο κλήρος. Έχει όμως πει ότι η ζωή τους ήταν απαθής και ο θάνατος αβίαστος. Τώρα λοιπόν λέγει το τρίτο, ότι ο κλήρος τους ήταν δαιμονικός. Γιατί όσοι έχουν ζήσει έτσι, με θέλημα των θεών τοποθετούνται στην τάξη των δαιμόνων [κατά θέση δαίμονες], καθώς είναι αγαθοί φύλακες των ανθρώπων που ζουν ακόμη τη θνητή ζωή και χορηγοί αγαθών στους ανθρώπους, επειδή φυλάσσουν τη ζωή των ανθρώπων χωρίς βάσανα και κάνουν εύκολη τη ζωή που οι άνθρωποι ζουν με σώματα.
Έπειτα αναφέρεται στο αργυρό γένος, με την φράση «Ύστερα πάλι δεύτερο γένος, πολύ κατώτερο, ασημένιο έπλασαν αυτοί που κατοικούν στου Ολύμπου τα δώματα – Δεύτερον αὖτε γένος πολὺ χειρότερον μετόπισθεν» [σ. 127 - 129]. Από την Ορφική παράδοση γνωρίζουμε, κάτι που αναφέρει και ο Πρόκλος, ότι ότι ο Κρόνος βασιλεύει στο αργυρό γένος, λέγοντας αργυρούς όσους ζουν με βάση τον καθαρό Λόγο [λογική], όπως ακριβώς λέει χρυσούς όσους ζουν με βάση μόνο τον νου [κατά νου μόνον]. Ο Ησίοδος, όμως θέλοντας να δηλώσει τη μεταβολή της ανθρώπινης ζωής παρουσιάζει το αργυρό γένος ράθυμο. Ωστόσο λέγει ότι το αργυρό γένος είναι μεν χειρότερο από το χρυσό, δεν διολίσθησε όμως στην έσχατη κακία, αλλά στην αργία [απραξία] και στην φυσική ζωή [που είναι σύμφωνη με την φύση] αντί για την νοητική ζωή.
Ποιο κάτω, και όταν λέγει ότι «δεν μπορούσαν να κρατούν μακριά ο ένας από τον άλλον την ανόσια αλαζονεία, και δεν ήθελαν να λατρεύουν τους αθανάτους, ούτε να θυσιάζουν επάνω στους ιερούς βωμούς των μακάρων, σύμφωνα με τα έθιμα που έχουν οι άνθρωποι ο καθένας στον τόπο του – ὕβριν γὰρ ἀτάσθαλον οὐκ ἐδύναντο ἀλλήλων ἀπέχειν, οὐδ᾽ ἀθανάτους θεραπεύειν ἤθελον οὐδ᾽ ἔρδειν μακάρων ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς, ᾗ θέμις ἀνθρώποις κατὰ ἤθεα» [σ. 134 - 140] δεν κάνει τίποτα άλλο από τα να μας υποδεικνύει τα επακόλουθα της ράθυμης ζωής των ανθρώπων, δηλαδή λόγω της μαλθακότητάς τους να φέρονται υπεροπτικά και να μην απέχουν από τις αλαζονικές πράξεις ο ένας από τον άλλον ούτε να τηρούν τις υποχρεώσεις τους προς τους θεούς, αλλά να ζουν πίνοντας και τρώγοντας σαν τα φυτά. Έτσι επί παραδείγματι έζησαν οι Συβαρίτες και οι Κολοφώνιοι και χάθηκαν, ενώ αυτό το πάθημα άγγιξε επίσης τους Πέρσες και τους Μύδους.
Όταν δε αναφερόμενος στο τέλος τους μας λέγει ότι «Όταν και τούτο το γένος κατά γαίαν καλύφτηκε, αυτοί καλούνται υποχθόνιοι μάκαρες θνητοί, και έρχονται σε κατώτερη τάξη, μα τους ακολουθεί και τούτος κάποια τιμή – αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε, τοὶ μὲν ὑποχθόνιοι μάκαρες θνητοὶ καλέοντα, δεύτεροι, ἀλλ᾽ ἔμπης τιμὴ καὶ τοῖσιν ὀπηδεῖ» δεν κάνει κάτι άλλο από το αναφέρεται στον κλήρο που έλαβαν. Μιας και οι προηγούμενοί τους έγιναν επιχθόνιοι, καθώς είναι χορηγεί αγαθών και φύλακες θνητών. Τούτοι όμως λέγονται μακάριοι «θνητοί» και «υποχθόνιοι», επειδή τοποθετήθηκαν στους τόπους υπό την γη, καθώς ζούσαν ζωή φυσική [σύμφωνη με την φύση] αντί για ζωή νοητική, μοιάζοντας με τα φυτά που έχουν τα κεφάλια τους ριζωμένα στη γη. Γιατί οι ρίζες είναι τα κεφάλια των φυτών. Δικαιολογημένα λοιπόν είναι «υποχθόνιοι» και «θνητοί» φύλακες, επειδή ζουν με βάση το θνητό τους μέρος. Γιατί τέτοια είναι η φυσική ζωή [η σύμφωνη με τη φύση]. Το ποιών είναι φύλακες βέβαια είναι εύκολα αντιληπτό : των ψυχών που ζουν σε εκείνους τους τόπους, οι οποίες δεν έζησαν μόνο φυσικά [σύμφωνα με τη φύση] αλλά διολίσθησαν σε κάθε κακία. Για αυτό και αναφερόμενος σε τούτους προσέθεσε ότι και αυτούς «τους ακολουθεί τιμή», εφόσον δεν πραγματοποίησαν μεγάλα κακά σαν και αυτά των επομένων τους.
Έπειτα [σ. 143 - 151] ακολουθεί η αναφορά στο τρίτο γένος, το χάλκινο. Αυτό το γένος δικαιολογημένα είναι τρίτο, καθώς δεν είναι ούτε νοητικό ούτε πανούργο, αλλά πραγματικά φοβερό και φονικό, έχοντας εκτραπεί σε τυραννική άσκηση της δύναμή του, επειδή νοιαζόταν μόνο για τα σώματα. Για αυτό και ο Ησίοδος λέει: «άπληστοι. Μεγάλη δύναμη και χέρια ανίκητα φύτρωναν από τους ώμους τους – ἄπλαστοι· μεγάλη δὲ βίη καὶ χεῖρες ἄαπτοι ἐξ ὤμων ἐπέφυκον». Γιατί δηλώνει ότι όσοι άνηκαν σε αυτό το γένος ασκούσαν τη σωματική δύναμη αμελώντας τα άλλα. Ασχολούνταν με την κατασκευή των όπλων και χρησιμοποιούσαν για αυτόν τον σκοπό τον χαλκό, όπως το σίδερο για την γεωργία, σκληραίνοντας τον χαλκό, που από την φύση του είναι μαλακός, με κάποια βαφή, δηλαδή με σκλήρυνση με την θέρμανση και απότομη βύθιση σε νερό ή λάδι. Όταν, όμως, τέλειωσε η χρήση αυτής της βαφής, προχώρησαν στη χρήση του σιδήρου κατά τους πολέμους. Χρησιμοποιώντας βέβαια ο Ησίοδος το δωρικό τύπο «μελιᾶν» αντί του «μελιῶν» εννοούσε ότι αυτό το χάλκινο γένος ξεφύτρωσε από τα δέντρα μελίες και όχι τις Νύμφες Μελίες. Άλλωστε είναι παράλογο να προέρχονταν από θεϊκό γένος και να είχαν γεννηθεί θηριώδεις. Αντιθέτως, επειδή έχουν γεννηθεί από σκληρά δέντρα που σαπίζουν δύσκολα, έγιναν ισχυροί στα σώματα και ανελέητοι και βίαιοι στον χαρακτήρα. Γιατί αυτό υπαινίσσεται η γέννησή τους από μελίες.
Έπειτα [σ. 152 - 156] λέγει ότι αυτοί κατάρρευσαν από μόνοι τους, επειδή ήταν ακοινώνητοι και θηριώδεις και σχεδόν αλληλοσκοτώνονταν. Και δικαιολογημένα βυθίστηκαν στον υποχθόνιο τόπο, όπου έχει συνενωθεί το άτακτο μέρος του Κόσμου και το θηριώδες γένος των δαιμόνων. Αυτοί, λοιπόν, δικαιολογημένα είναι οι τρίτοι από το Χρυσό γένος. Γιατί εκείνοι ήταν απαθείς, οι επόμενοι τους ούτε απαθείς ούτε εμπαθείς, παρόλο που στο τέλος φέρονταν υπεροπτικά λόγω της εύκολης απόκτησης των αναγκαίων. Τούτοι οι τρίτοι, όμως δεν ήταν μόνο αλαζόνες αλλά και φονικοί και εμπαθείς, και έφτασαν στην έσχατη κακία, ώστε η ανθρώπινι ζωή να έχει συμπεριληφθεί μέσα σε αυτήν την τριάδα, στον χρυσό, στον άργυρο και στον χαλκό. Γιατί και η σειρά αυτών των υλικών είναι τέτοια.
Έπειτα [σ. 157 - 158] λέγει ότι το τρίτο γένος εξαφανίστηκε από κατακλυσμό. Μετά τον κατακλυσμό ήρθε στον βίο ένα ιερό γένος, αυτό των ημιθέων, το οποίο διήρκησε οκτώ γενιές μέχρι τα Τρωικά. Γιατί ο Εύμηλος, ο οποίος εκστράτευσε εναντίον της Τροίας, ήταν γιός του Άδμητου, και αυτός του Φέρη, και αυτός του Κρηθέα, και αυτός του Αίολου, και αυτός του Έλληνα, και αυτός του Δευκαλίωνα. Ο Γλαύκος επίσης ήταν γιός του Ιππόλοχου, του γιού του Βελλεφοφάντη, του γιού του Γλαύκου, του γιού του Σίσυφου, του γιού του Αίολου, του γιού του Έλληνα, του γιού του Δευκαλίωνα. Ο Γλαύκος λοιπόν ήταν όγδοος. Το γένος λοιπόν διήρκησε τόσο και διέπρεψε στην αρετή.
Αυτούς [σ. 159 - 160] τους αποκάλεσαν ήρωες επειδή γεννήθηκαν από έρωτα, είτε όταν θεοί ερωτεύτηκαν γυναίκες είτε όταν θεές ερωτεύτηκαν άνδρες. Τους αποκάλεσαν ημίθεους επειδή κατά τη γέννησή τους είχαν ένα μέρος τους θεϊκό και ένα άλλο ανθρώπινο. Όπως ακριβώς, λοιπόν, είναι θεϊκό το γένος που προέρχεται από δύο θεούς και ανθρώπινο το γένος που προέρχεται από δύο ανθρώπους, έτσι και το μικτό γένος που προέρχεται από θεούς και ανθρώπους λέγεται γένος των ημιθέων. Όσον αφορά, όμως, την ίδια την διαφορά τους στη γέννηση πρέπει να την αναγάγουμε στο είδος της ζωής τους. Γιατί όσους διέπρεψαν περισσότερο στην ανυψωτική ζωή, τους παρουσίασαν να κατάγονται από πατέρα θεό και από μητέρα άνθρωπο. Όσους διάπρεψαν στην πρακτική αρετή, αυτούς αντιστρόφως τους παρουσίασαν από μητέρα θεά και από άνθρωπο πατέρα. Γιατί και οι δύο είναι θεϊκές, και η ανυψωτική και η πρακτική αρετή. Αλλά η μια είναι ανδροπρεπής, καθώς ανήκει σε ισχυρότερη ζωή, ενώ η άλλη είναι θηλυπρεπής, επειδή είναι υποβαθμισμένη ως προς τη δύναμη. Επίσης η μια είναι απαθέστερη, ενώ η άλλη είναι ομοιοπαθέστερη προς τα θνητά.
Έπειτα, στους σ. 167-173» όπου λέει ότι «Άλλους εκεί, αλήθεια, ο θάνατος τους σκέπασε και πέθαναν, και άλλους ο Κρονίδης Ζευς, αφού ξέχωρα από τους ανθρώπους τους όρισε να ζουν και να κατοικούν, τους τοποθέτησε στα πέρατα της γαίας, μακριά από τους αθανάτους, και ο Κρόνος είναι βασιλιάς τους, γιατί τον έλυσε από τα δεσμά ο πατέρας των ανθρώπων και των θεών. Και τούτοι μεν κατοικούν έχοντες ξέγνοιαστη καρδιά στα Νησιά των Μακάρων κοντά στον βαθυδίνη Ωκεανό, όλβιοι ήρωες που η πολύκαρπη αρούρα [γη] τους χαρίζει γλυκό καρπό που ωριμάζει τρείς φορές το χρόνο. Και στους άλλους που βρίσκονται στον κάτω Κόσμο χάρισε τιμή και κύδος. Ούτε άλλο γένος έκαμε τόσο ονομαστό ο ευρύοπας Ζευς ανάμεσα στους ανθρώπους που γεννήθηκαν επί της πολυτρόφας χθόνας – [ἔνθ᾽ ἦ τοι τοὺς μὲν θανάτου τέλος ἀμφεκάλυψε] τοῖς δὲ δίχ᾽ ἀνθρώπων βίοτον καὶ ἤθε᾽ ὀπάσσας Ζεὺς Κρονίδης κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης. καὶ τοὶ μὲν ναίουσιν ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες ἐν μακάρων νήσοισι παρ᾽ Ὠκεανὸν βαθυδίνην, ὄλβιοι ἥρωες, τοῖσιν μελιηδέα καρπὸν τρὶς ἔτεος θάλλοντα φέρει ζείδωρος ἄρουρα], κάνει λόγο ο Ησίοδος για τον κλήρο των ηρώων, ότι ο Ζευς τους απένειμε στα πέρατα της γης, χωριστά από τους ανθρώπους, βιος και δικούς τους τόπους, τους οποίους ο Ησίοδος αποκάλεσε «ἤθη» (ενδιαιτήματα).
Ο υπαινιγμός, λοιπόν, δηλώνει ότι εκείνοι έχουν κλήρο πιο θεϊκό από την «ἐν τῇ γενέσει ζωῆ» και ότι για αυτό λέγεται πως κατοικούν στις νήσους των μακάρων, τις οποίες έχουν λάβει οι μακάριες ψυχές οι οποίες έχουν εγκατασταθεί σε νησιά, επειδή οι ψυχές αυτές υπερέχουν της «γενέσεως» [του κόσμου της γένεσης] όπως τα νησιά υπερέχουν από την θάλασσα – που με αυτήν συμβολίζεται το «γίγνεσθαι». Λέγεται, μάλιστα, ότι κατοικούν «παρ᾽ Ὠκεανὸν βαθυδίνην» ο οποίος χωρίζει τον νοητό τόπο από τη βασιλεία του Άδη και στον οποί λέγεται ότι κατ’ αρχάς φάνουν όσοι πάνε στον Άδη. Λέει επίσης ότι η γη παράγει για αυτούς καρπό τρείς φορές τον χρόνο, επειδή απολαμβάνουν τα τέλεια και πιο θρεπτικά αγαθά από τις ζωογόνες δυνάμεις πάνω στην γη. Για αυτό και δεν είπε απλώς ότι η γη φέρνει καρπούς τρεις φορές, αλλά η «ζείδωρος ἄρουρα».
Συγγραφέας κειμένου : Κεφάλας Ευστάθιος [17-5-2007, ΕΛΛΑΣ]